- αρχηγός
- ο (θηλ. αρχηγίνα, η) (AM ἀρχηγός, -όν)1. ηγεμόνας, κυβερνήτης2. ο επικεφαλής μιας ομάδας3. (με αφηρημένες έννοιες) «αρχηγός μίσους» ή «αρχηγός στη φασαρία» — αυτός που πρωτοστατεί σε κάτι ή που έχει κάτι σε μεγάλο βαθμόαρχ.1. ως επίθ. ο αρχικός ή ο δημιουργικός, αυτός που δημιουργεί ή προκαλεί κάτι2. ως ουσ. α) ο ιδρυτήςβ) ο πρωταίτιος3. (ουδ.) τὸ ἀρχηγόνα) η δημιουργική δύναμηβ) το θεμελιώδες, το πρωταρχικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ-* + -ηγός < άγω (πρβλ. αληγός, κυνηγός κ.ά.).ΠΑΡ. αρχηγικόςνεοελλ.αρχηγείο, αρχηγεύω, αρχηγία, αρχηγίσκος, αρχηγώ.ΣΥΝΘ. νεοελλ. οπλαρχηγός, συναρχηγός, υπαρχηγός].
Dictionary of Greek. 2013.